ελαφρυντικός

ελαφρυντικός
[элафринтикос]εκ. облегчающий

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελαφρυντικός" в других словарях:

  • ελαφρυντικός — ή, ό 1. αυτός που επιφέρει ελάφρυνση, ανακούφιση 2. το ουδ. ως ουσ. λόγος, αιτία που επιβάλλει ή επιτρέπει επιείκεια κατά την κρίση («το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου», «το ελαφρυντικό τής εφηβικής ηλικίας», «καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά») …   Dictionary of Greek

  • ελαφρυντικός — ή, ό 1. ανακουφιστικός, καταπραϋντικός: Ελαφρυντικά φάρμακα. 2. (νομ.), που συνεπάγεται μετριασμό στον καταλογισμό σφάλματος ή αδικήματος: Ελαφρυντικά δεδομένα. 3. το ουδ., ελαφρυντικό και συνήθ. στον πληθ., ελαφρυντικά λόγοι που επιβάλλουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»